- παγοποιείο
- τοεργοστάσιο όπου κατασκευάζεται τεχνητός πάγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγοποιείο — το [παγοποιός] εργοστάσιο κατασκευής πάγου … Dictionary of Greek
παγοποιός — ο 1. εργάτης σε παγοποιείο, κατασκευαστής τεχνητού πάγου 2. ιδιοκτήτης παγοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek